- ρωμαικως
- ῥωμαϊκῶςпо-римски, по-латыни Plut., Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ρωμαϊκός — ή, ό / ρωμαϊκός, ή, όν, ΝΜΑ [Ῥώμη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία Ρώμη ή στους Ρωμαίους (α. «ρωμαϊκή αυτοκρατορία» β. «ρωμαϊκός πολιτισμός») νεοελλ. φρ. «ρωμαϊκό δίκαιο» (νομ.) η νομοθεσία που ίσχυε στη Ρώμη από την ίδρυσή της, στη… … Dictionary of Greek